- χορευταρού
- η, Νβλ. χορευταράς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χορευταρού — η βλ. χορευταράς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χορευταράς — ο, θηλ. χορευταρού, Ν 1. άτομο που αγαπά τον χορό 2. δεινός χορευτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < χορευτής + κατάλ. αράς (πρβλ. δουλευτ αράς)] … Dictionary of Greek
χορευταράς — ο θηλ. χορευταρού ο μανιώδης χορευτής, ο πολύ καλός χορευτής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)